διαρράπτω

διαρράπτω
μετ. сшивать, зашивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διαρράπτω" в других словарях:

  • διαρράπτω — (Α) 1. συναρμολογώ με ραφή, συρράπτω 2. παρεμβάλλω κάτι συρράπτοντάς το στο σύνολο …   Dictionary of Greek

  • ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε …   Dictionary of Greek

  • συνδιαρράπτω — Α συρράπτω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαρράπτω «συναρμολογώ, συρράπτω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»